- λαθρίδιος
- λαθρίδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α) [λάθρα]λαθραίος, μυστικός.επίρρ...λαθριδίως (Α) λαθραία, κρυφά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθρίδιος — Bis Acc. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίως — λαθρίδιος Bis Acc. adverbial λαθρίδιος Bis Acc. masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίδιον — λαθρίδιος Bis Acc. masc acc sg λαθρίδιος Bis Acc. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίη — λαθρίδιος Bis Acc. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίην — λαθρίδιος Bis Acc. fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίοις — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίοισι — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίοισιν — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίῃ — λαθρίδιος Bis Acc. fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίῳ — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)